σκομβρίδες

σκομβρίδες
(Scombridae). Οικογένεια ακανθοπτέρων ψαριών, που περιλαμβάνει περίπου 160 είδη. Το σώμα τους ποικίλλει στα διάφορα γένη, αλλά συνήθως είναι μακρουλό και πιεσμένο στις πλευρές, γυμνό ή με πολύ μικρά λέπια. Τα μάτια τους είναι μεγάλα, η στοματική σχισμή μέτρια και τα δόντια τους μικρά. Από τα πτερύγια τους, το δεύτερο ραχιαίο ως και το εδραίο, εμφανίζονται πολλές φορές ιδιόρρυθμα, και συνοδεύονται από μικρά ελεύθερα πτερύγια ως την ουρά. Το ουραίο είναι πλατύ, ενώ τα κοιλιακά πολλές φορές λείπουν. Οι Σ. ζουν κοπαδιαστά σε μεγάλο αριθμό, και είναι σαρκοφάγα και αρπακτικά ψάρια. Στην Ελλάδα υπάρχουν τα είδη σκουμπρί (σκόμβρος), θύννος, παλαμίδα, ξιφίας, κορύφαιva κ.ά. Βλ. λ. σκουμπρί.
* * *
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια ιχθύων τής τάξης περκόμορφοι, χαρακτηριστικό γένος τής οποίας είναι το σκουμπρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scombridae (< λατ. scomber < σκόμβρος / (σκουμπρί)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκομβρίδες — σκομβρίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαμίδα — (pelamus). Ψάρι του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι πηλαμύς. Τα τελεόστεα ψάρια του είδους ανήκουν στην οικογένεια των σκομβριδών. Μοιάζουν αρκετά με τους τόνους αλλά το σώμα τους είναι μακρύτερο και σε σχήμα τορπίλας, γεγονός που τους… …   Dictionary of Greek

  • περκόμορφοι — (percomorphi). Τάξη νεοπτερύγιων οστεοϊχθύων, που αριθμεί πολυάριθμες οικογένειες. Τα θωρακικά πτερύγια των π. είναι προσκολλημένα στο κρανίο τους και έχουν, στο ραχιαίο τους πτερύγιο, αγκάθια. Τα ψάρια αυτά ζουν σε γλυκά και σε αλμυρά νερά. Οι… …   Dictionary of Greek

  • σκουμπρί — (scomber scombrus). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι της οικογένειας των Σκομβριδών. Είναι κοινό στον Ατλαντικό, στις γύρω θάλασσες και στη Μεσόγειο, όπου αλιεύεται εντατικά για το εύγεστο κρέας του. Το σ., που υπό την αποξηραμένη μορφή του λέγεται… …   Dictionary of Greek

  • τεμνόδους — οντος, ο, Ν ζωολ. παλαιά ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων ιχθύων τής οικογένειας σκομβρίδες, κν. γουφάρι ή πηδητής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”